- αἰτήσῃς
- αἰτέωaskaor subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… … Dictionary of Greek
επανάληψη διαδικασίας — Διαδικασία που έπεται της αποπεράτωσης της ποινικής διαδικασίας με την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, η οποία επιτρέπεται, για λόγους που απαριθμούνται ειδικά (καταδίκη π.χ. δύο προσώπων για το ίδιο αδίκημα ή αποκάλυψη νέων αποδεικτικών μέσων, που… … Dictionary of Greek
Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… … Dictionary of Greek
εξώγαμο τέκνο — Το παιδί που δεν καλύπτεται από το τεκμήριο καταγωγής από γάμο, δηλαδή δεν γεννήθηκε εντός γάμου ή δεν γεννήθηκε εντός 300 ημερών από τη λύση του, προκειμένου να θεωρηθεί παιδί του συζύγου της μητέρας. Έτσι αποκαλείται και το παιδί εκείνο που… … Dictionary of Greek
Επικρατείας, Συμβούλιο της– — Ονομασία που φέρει σε διάφορες χώρες το ανώτατο δικαστήριο διοικητικής δικαιοσύνης, στο οποίο έχουν ανατεθεί κατά κανόνα, εκτός από τις καθαυτό δικαιοδοτικές αρμοδιότητες, και γνωμοδοτικά καθήκοντα, ως συμβουλευτικού οργάνου της διοίκησης.… … Dictionary of Greek
Ангелопулу-Даскалаки, Яна — Яна Ангелопулу Даскалаки греч. Γιάννα Αγγελοπούλου Δασκαλάκη Род деятельности: политик Дата рождения … Википедия
έκδοση — Η δημοσίευση ενός γραπτού κειμένου· η εκτύπωση και η διάδοση οποιουδήποτε κειμένου από εκδοτικό οργανισμό· οι διάφορες εκτυπώσεις ενός βιβλίου ή μιας εφημερίδας· το σύνολο των αντιτύπων του ίδιου έργου σε μία μόνο εκτύπωση. Επειδή στον όρο έ.… … Dictionary of Greek
αλληγορία — Ο λεκτικός τρόπος που χρησιμοποιεί κάποιος όταν κάνει μεγάλες και τολμηρές μεταφορές αποσκοπώντας στη δημιουργία της εντύπωσης ότι εκείνα που λέει είναι διαφορετικά από εκείνα που σκέπτεται: Μη γεύεσθαι μελανούρων («μη μιλάτε στους κακούς… … Dictionary of Greek
αναστολή — Ο όρος κυριολεκτικά σημαίνει διακοπή μιας φυσιολογικής δραστηριότητας. (Ιατρ.) Αρχικά, α. χαρακτηριζόταν η ενέργεια που ασκεί ένα νευρικό κέντρο για να ελαττώσει ή να εξαλείψει τα αποτελέσματα της φυσιολογικής δραστηριότητας ενός άλλου νευρικού… … Dictionary of Greek
διαιτησία — (Νομ.). Ειδικός τρόπος επίλυσης των διαφορών, ύστερα από συμφωνία των ενδιαφερομένων, χωρίς τη μεσολάβηση των συνηθισμένων δικαιοδοτικών οργάνων (δικαστηρίων). Η δ. ως βοηθητικός θεσμός της στενά εννοούμενης δικαιοδοτικής λειτουργίας, υφίσταται,… … Dictionary of Greek